- ελλιμενισμός
- οη ελλιμένιση (βλ. λ.).
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
ελλιμενισμός — ο είσοδος και παραμονή πλοίου σε λιμάνι … Dictionary of Greek
κατάπλους — ο (Α κατάπλους, και οος) [καταπλέω] 1. το να πλέει κάποιος από το ανοιχτό πέλαγος προς την ακτή ή το λιμάνι, πλους προς την ξηρά, άφιξη πλοίου ή στόλου, προσόρμιση, ελλιμενισμός 2. ο πλους προς τα κάτω ή κατά το ρεύμα τού ποταμού αρχ. η επιστροφή … Dictionary of Greek